-
1 θραύση
[-ις (-εως)] η1) ломка; поломка; перелом; 2) большие потери, очень большой ущерб; истребление, катастрофа, гибель;τό πυροβολικό έκανε θραύση στον εχθρό — от артиллерии враг имел очень большие потери;
η πανούκλα έκανε θραύση — чума унесла много человеческих жизней;
§ αυτό θα κάνει θραύση — это произведёт ошеломляющее впечатление
См. также в других словарях:
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Παχώμιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ασκήτεψε μαζί με τους Ιλαρίωνα και Μάμα. Η μνήμη τους τιμάται στις 6 Μαΐου. 2. Μοναχός του Αγίου Όρους. Μαρτύρησε στο Ουσάκι της Φιλαδέλφειας, όπου αποκεφαλίστηκε από τους Τούρκους (1730). 3.… … Dictionary of Greek